μονοβεργίζω

μονοβεργίζω
μετ. удалять боковые побеги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονοβεργίζω" в других словарях:

  • μονοβεργίζω — αφαιρώ τα παρακλάδια και αφήνω μόνο μία βέργα, δηλ. τον κεντρικό βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βεργίζω] …   Dictionary of Greek

  • μονοβέργισμα — το [μονοβεργίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονοβεργίζω, κλάδεμα παρακλαδιών και διατήρηση μόνο μίας βέργας, δηλ. τού κεντρικού βλαστού …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»